διαλογιστικόν
Смотреть что такое "διαλογιστικόν" в других словарях:
διαλογιστικόν — διαλογιστικός of masc acc sg διαλογιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιστικόν — διαλογιστικός of masc acc sg διαλογιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)